εξάδιπλος — η, ο εξαπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + διπλός] … Dictionary of Greek
εξάδιπλος — η, ο 1. ο εξαπλάσιος. 2. που αποτελείται από έξι μέρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)